ολεφίνες

ολεφίνες
Ακόρεστοι αλειφατικοί υδρογονάνθρακες (λέγονται και αλκυλένια) του γενικού τύπου CnH2n, οι οποίοι περιέχουν στο μόριό τους έναν ή περισσότερους διπλούς δεσμούς (σύμφωνα με την ορολογία της Γενεύης, η γενική ονομασία τους είναι αλκένια, με κοινή κατάληξη -ένια). Τα πρώτα μέλη της σειράς είναι το αιθυλένιο, το προπυλένιο, τα βουτυλένια και τα αμυλένια. Τα επόμενα μέλη έχουν το σχετικό προσυνθετικό στον αριθμό των ατόμων του άνθρακα: εξιλένιο, επταλένιο κλπ. Οι ο. οφείλουν την ονομασία τους (από το γαλλικό oleflant = ελαιώδης) στο γεγονός ότι τα πρώτα μέλη της σειράς σχηματίζουν, όταν αντιδράσουν με το χλώριο, ενώσεις με ελαιώδη σύσταση. Οι ο. με χαμηλό και μέσο μοριακό βάρος παραλαμβάνονται από τις επεξεργασίες θερμικής διάσπασης του πετρελαίου· αυτές που έχουν υψηλό μοριακό βάρος μπορούν να παρασκευαστούν με διάφορες μεθόδους, από τις οποίες η περισσότερο χρησιμοποιούμενη είναι η αφυδάτωση των αντίστοιχων αλκοολών, σε υψηλή θερμοκρασία και με την παρουσία (ως καταλύτη) οξείδιου του αργίλιου. Τα πρώτα μέλη αυτής της σειράς των υδρογονανθράκων είναι αέρια· όταν αυξάνεται το μοριακό βάρος γίνονται υγρά και ακολούθως στερεά· οι χημικές ιδιότητες χαρακτηρίζονται από την παρουσία του διπλού δεσμού μέσα στο μόριο, ο οποίος προσδίνει σε αυτές τις ενώσεις μια ειδική δραστικότητα. Όπως με τα αλογόνα, οι ο. αντιδρούν εύκολα με το υπερμαγγανικό, με τα ανόργανα ισχυρά οξέα και με τα οξείδια του αζώτου. Σε κάθε περίπτωση, το στοιχείο ή η ρίζα που το υποκατασταίνει, ενώνεται με το άτομο του άνθρακα που έχει τα λιγότερα υδρογόνα. Σε ειδικές συνθήκες, οι ο. χαμηλού μοριακού βάρους μπορούν να προσλάβουν ακόμα και άτομα μετάλλων. Οι ο. είναι πρώτες ύλες θεμελιώδους σημασίας και για την πετροχημεία και για την οργανική βιομηχανική χημεία. Από αυτήν προέρχονται πολλές συνθετικές ίνες, πλαστικές ύλες, συνθετικά ελαστικά, ρητίνες και διαλύτες. Οι ο. με μέσο και υψηλό μοριακό βάρος μπορούν, με καταλύτη το φθοριούχο βόριο, να προσλάβουν ένα μόριο ύδατος· παραλαμβάνονται έτσι αλκοόλες που μπορούν να θειωθούν για να παρασκευαστούν εύκολα απορρυπαντικά. Οι ο. με δύο συζυγιακούς διπλούς δεσμούς, όπως το βουταδιένιο (CH2 = CH - CH = CH2, το ισοπρένιο (CH2 = CH - C = CH2 και το CH3 διμεθυλβουταδιένιο, που δίνει την αντίδραση των Ντιλς-Άλντερ (διενική συμπύκνωση, Ντιλς Ότο), αποτελούν τις πρώτες ύλες για τα συνθετικά ελαστικά. Οι ο. της πυρόλυσης χρησιμοποιούνται, εξάλλου, απευθείας στην καταλυτική αναμόρφωση για την παραγωγή βενζινών με υψηλό αριθμό οκτανίων, που συνίστανται κυρίως από υδρογονάνθρακες με διακλαδούμενη δομή. Το πρώτο μέλος των ο. με τριπλό δεσμό είναι το ακετυλένιο, σημαντική πρώτη ύλη για τη σύνθεση των βινιλικών ρητινών, βουταδιενίου, οξικού οξέος, ακετόνης κλπ. Οι ο. είναι εκλεκτά μέσα αλκυλίωσης και μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην αντίδραση Φρήντελ Κραφτς· αν αλκυλιώθεί το βενζόλιο με ευθεία άλυσο ολεφινών, παράγεται ένα γραμμικό αλκυλβενζένιο, που αποτελεί την πρώτη ύλη για τη σημαντικότερη τάξη των βιοδιασπαστών απορρυπαντικών (LAS, από το αγγλικό Linear Alkylbenzen Sulphonate). Από τα γνωστότερα πλαστικά υλικά που προκύπτουν άμεσα από τις ο. είναι το πολυαιθυλένιο (από το αιθυλένιο) και το μοπλέν (από το πολυπροπυλένιο).
* * *
οι
χημ. άλλη ονουασία τών αλκενίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. olefines < γαλλ. (gaz) olef-iant (< ole- < λατ. oleum «λάδι») + κατάλ. -ines].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αλκένια — Βλ. λ. ολεφίνες. * * * τα ή ολεφίνες, οι Χημ. ακόρεστοι αλειφατικοί υδρογονάνθρακες με γενικό μοριακό τύπο CvH2v, όπου v ένας ακέραιος αριθμός που υποδηλώνει τον αριθμό τών ατόμων άνθρακα …   Dictionary of Greek

  • υδρογονάνθρακες — Οργανικές ενώσεις που αποτελούνται μόνο από άτομα άνθρακα και υδρογόνου. Ανάλογα με τον τύπο δομής, οι ενώσεις αυτές υποδιαιρούνται σε τρεις μεγάλες ομάδες: αλειφατικούς, αλεικυκλικούς και αρωματικούς υ. Οι αλειφατικοί υ. αποτελούνται από άτομα… …   Dictionary of Greek

  • αλκαδιένια — Ονομασία των άκυκλων ακόρεστων υδρογονανθράκων που έχουν στο μόριό τους δύο διπλούς δεσμούς. Λέγονται και διένια. * * * ή διένια, τα ή ολεφίνες, οι Χημ. ακόρεστοι αλειφατικοί υδρογονάνθρακες με δύο ή περισσότερους διπλούς δεσμούς (πολυένια).… …   Dictionary of Greek

  • ενυδάτωση — Χημική αντίδραση. Χαρακτηρίζεται από την προσθήκη ύδατος σε μια οργανική η ανόργανη ένωση. Παραδείγματα ε. στην οργανική χημεία αποτελούν όλες οι προσθήκες ύδατος (με τη μορφή ιόντων υδρογόνου και υδροξυλίου ξεχωριστά) στους διπλούς και τριπλούς… …   Dictionary of Greek

  • θείο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο S (από το λατινικό sulphur). Ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και στην πρώτη υποομάδα, με ατομικό αριθμό 16, ατομική μάζα 32,06, ενώ έχει τρία σταθερά ισότοπα. Συναντάται στη φύση, είτε στη στοιχειακή… …   Dictionary of Greek

  • ολεφινικός — ή, ό [ολεφίνα] χημ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις ολεφίνες …   Dictionary of Greek

  • πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… …   Dictionary of Greek

  • πυρόλυση — Η διάσπαση μιας ένωσης σε άλλες ενώσεις, η οποία προκαλείται με την επενέργεια της θερμότητας. Η π. χρησιμοποιείται ευρύτατα στη βιομηχανία και κυρίως στη θερμική κατεργασία των πετρελαίων, όπου παρουσιάζει μεγάλο οικονομικό και τεχνικό… …   Dictionary of Greek

  • σουλφόνωση — Βασική μέθοδος στη βιομηχανική χημεία (γνωστή και ως σουλφούρωση), η οποία συνίσταται στην εισαγωγή μιας σουλφοννκής ομάδας ( SO3H) σε μια οργανική ένωση. Στις κατά κυριολεξία σουλφονώσεις, η σουλφονική ομάδα ενώνεται απευθείας με ένα άτομο… …   Dictionary of Greek

  • αλκυλβενζένιο — Αλκυλιωμένο βενζόλιο (βλ. λ. ολεφίνες) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”